- καπετάνισσα
- η [καπετάνιος]1. η σύζυγος οπλαρχηγού ή πλοιάρχου, η γυναίκα τού καπετάνιου2. γυναίκα οπλαρχηγός ή πλοίαρχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αγραφιώτισσα, Αργυρώ — Aγωνίστρια του 1821. Καπετάνισσα που έδρασε στα Άγραφα και παραλληλίζεται με τις Σουλιώτισσες στη γενναιότητα. Σε ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι η A. έσυρε στο λημέρι της τον κλέφτη καπετάν Μανώλη και τον τιμώρησε αυστηρά, γιατί δεν φερόταν … Dictionary of Greek
καπετάνιος — ο θηλ. καπετάνισσα (λ. ενετ.), οπλαρχηγός, αξιωματικός, πλοίαρχος: Ο καπετάνιος δε γνώριζε τι θα πει φόβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)